- εξεντέρωση
- η1. η πρόπτωση τών κοιλιακών σπλάγχνων από ανεπάρκεια τού κοιλιακού τοιχώματος2. χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση τού περιεχομένου τού οφθαλμικού βολβού για να τοποθετηθεί τεχνητός οφθαλμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.